-
1 номер
номер м 1) ο αριθμός, το νούμερο· \номер обуви το νούμερο παπουτσιών \номер телефона ο αριθμός τηλεφώνου· я живу в доме \номер... μένω στο σπίτι αριθμός... 2) (в гостинице) το δωμάτιο· одноместный (двухместный) \номер το μονό ( διπλό) δωμάτιο* * *м1) ο αριθμός, το νούμεροно́мер о́буви — το νούμερο παπουτσιών
но́мер телефона — ο αριθμός τηλεφώνου
я живу́ в до́ме но́мер... — μένω στο σπίτι αριθμός…
2) ( в гостинице) το δωμάτιοодноме́стный (двухме́стный) но́мер — το μονό (διπλό) δωμάτιο
-
2 размер
-а α.1. μέγεθος• μέτρο•картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους•
костюм большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους•
размер туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών.
|| διάσταση•комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού).
2. ανάπτυξη•национально-освободительное движение приняло широкие -ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση).
|| κλίμακα•опыты в малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα.
3. (φιλγ.) μέτρο•размер стихов το μέ-μέτρο των στίχων•
ямбический размер ιαμβικό μέτρο.
(μουσ.) μέτρο•вальсы и мазурки пишутся -ом в три четверти τα βαλς και οι μαζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα (зд)-размеренность, -и θ.
ρυθμικότητα, κανονικότητα, μέτρο. -
3 размер
размерм1. (величина) τό μέγεθος, ἡ ἔκταση [-ις]:стол \размером в метр τραπέζι μεγέθους ἐνός μέτρου· \размер комнаты οἱ διαστάσεις τοῦ δωματίου· \размер заработной платы τό ποσόν τοῦ μισθοῦ·2. (мерка, номер) ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:\размер ботинок τό νούμερο (или ὁ ἀριθμός) τῶν παπουτσιών3. (степень) Ί\ ἔκταση:\размер бедствия ἡ ἔκταση καταστροφής· в небольших \размерах σέ μικρή ἔκταση· в широких \размер"ах σέ μεγάλη ἔκταση·4. (стиха) τό μέτρο[ν]·5. муз. ὁ χρόνος.